- αντιβασιλεύω
- (Α ἀντιβασιλεύω)νεοελλ.είμαι αντιβασιλέαςαρχ.ανακηρύσσομαι κι εγώ βασιλιάς, ως αντίπαλος του βασιλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιβασιλεύσας — ἀντιβασιλεύσᾱς , ἀντιβασιλεύω reign as a rival king aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)